Κειμενο απο 12 χρονη μαθητρια του Γαζωρου.

Η παλια γειτονικη ταβερνα.

Αγαπητε μου ξαδερφε,

Περασαν πολλα χρονια που σου γραφω. Από τις αρχες , σου ειχα αναφερει πως το αγαπημενο μου μερος ηταν η παλια γειτονικη ταβερνα του χωριου μου

Ειχα ξεχασει πως ηταν η εικονα της. Τις προαλλες περασα κατά λαθος από εκει και τοτε αντικρυσα τις ηλιαχτιδες του ηλιου που επαιζαν με το ξεθωριασμενο γαλαζιο χρωμα της και τα σαπια πλεον ξυλα από τα παραθυρα της. Ειχε αλλαξει πολύ.Τοτε ηταν ένα πολυτελες ταβερνακι με μεζεδες και λαικη παραδοση ενώ τωρα είναι απλως ένα ερειπιο.

Σταματησα και μπηκα μεσα από την τριστη ξυλινη πορτα που με δυσκολια μετακινοταν.

Μολις πατησα το κατωφλι ανατριχιασα. Θυμηθηκα τις χαρουμενες και τις δυσκολες στιγμες που περνουσα. Περασαν 40 χρονια από τοτε που ειχα πρωτοερθει.

Εκανα ένα γυρω. Θυμηθηκα τα Σαββατα που ηταν γεματη με κοσμο από τα τριγυρω χωρια. Τα λευκα μαρμαρινα τραπεζια και τον παγκο που ολη την ωρα τα καθαριζα με το κιτρινο, υγρο πανακι μου. Τα πλακακια που κάθε μερα σφουγγαριζα τα περιεργα σχηματα τους. Τα καρω τραπεζομαντηλα που μου αρεσε να τιναζω. Ωραιες εποχες τοτε! Θυμηθηκα τον κυρ νικολα τον ιδιοκτητη της ταβερνας που με επαιρνε αγκαλια στα ποδια του όταν μιλουσε με τους φιλους του.

Προχωρησα πιο μεσα. Θυμηθηκα που κάθε μερα η κυρα μαρια , η γυναικα του κυρ νικολα, ειχε ετοιμη την ασπρη ποδιτσα μου και ετρεχα πρωτα να την βαλω και μετα να παρω τις παραγγελιες που μου ζητουσαν. Εγω ημουν το παιδι που εκανε συντροφια με τον κυρ νικολα με τους φιλους του και τον βοηθουσε να παρει παραγγελιες.

Εγω βοηθουσα την κυρα μαρια να ετοιμασει τα φαγητα και να καθαρισει την ταβερνα. Ημουν το παιδι που όταν τελειωναν τα λαχανικα, πηγαινα στον μαναβη μα εκλεβα και μερικα καροτα, όταν πεινουσα και ντρεπομουν να ζητησω λεφτα να παρω. Θυμαμαι που οι παππουδες μου ελεγαν να παρω εγω την ταβερνα και ονειρευομουν αυτην την στιγμη.

Όταν περασα πιο μεσα θυμηθηκα τις δυσκολες ωρες της ταβερνας, τοτε που ο κυρ νικολας μιλυοσε με την γυναικα του πως θα τα βγαλουν περα, αφου ειχαν τοσες πολλες δυσκολιες οι καυμενοι. Ποτε δεν εκαναν αυτην την συζητηση μπροστα μου αλλα το εμαθα μια φορα κρυφακουγοντας τους.

Μετα περασα μεσα στην κουζινα. Εκει η κυρα μαρια μου μιλουσε γλυκα και μου ελεγε πώς να μαγειρευω. Εκεινη μου εμαθε. Μου ελεγε πως αν μαγειρευω με μερακι, τα φαγητα μου θα είναι τα καλυτερα στον κοσμο. Την ακουγα μερικες φορες που τραγουδουσε στα φαγητα για να παρουν χαρουμενη και γλυκια γευση. Τα καλοκαιρια βγαζαμε εξω την ψησταρια και και ψηναμε παρεα τα σουβλακια , τις παντσετες, τις μπριζολες, και τα αγαπημενα μου, τα ψωμακια με ριγανη και λαδακι που μου εδινε κρυφα ποτε ποτε.

Κοιταζα γυρω μου. Όλα ηταν σκονισμενα. Η φωτογραφια με τον κυρ νικολα ηταν σπασμενη και πεσμενη κατω. Ξαφνικα ειδα την στοιβα με τα πιατα στο νεροχυτη που ειχε μεινει εκει από τον θανατο του κυρ νικολα. Μου ηρθαν στην στιγμη οι μυρωδιες των φαγητων. Όλα ειχαν σταματησει από τοτε. Η κυρ μαρια εκλεισε την ταβερνα και υστερα από καιρο πεθανε κι εκεινη. Κι εμεινα εγω με τις αναμνησεις και ένα ονειρο. Βλεπεις τα ονειρα είναι πολλα , το αποτελεσμα όμως ένα. Κι αν δεν το παρεις στα χερια σου, εισαι χαμενος.

Εγω όμως θελω πισω αυτό το ονειρο που ειχα ξεχασει. Θελω να παρω εγω αυτην την ταβερνα. Θελω να ξαναγυρισω στην κουζινα οπου τα μερακλιδικα φαγητα θα μου φερνουν την μυρωδια από τοτε που ημουν παιδι. Τοτε θα ειμαι η πιο χαρουμενη γυναικα στον κοσμο.Και αυτό γιατι θα ειμαι ξεχωριστη.Και θα αναρωτιεσαι γιατι θα ειμαι. Λοιπον , όταν καποιος ηθελε η θελει κατι πολύ, τοτε ολη η φυση συνομωτει για να το πετυχει, φερνοντας ακομη μια ευκαιρια. Μονο που οι περισσοτεροι ανθρωποι δεν βλεπουν αυτην την ευκαιρια. Γιαυτο θα ειμαι λοιπον ξεχωριστη και ο καθενας μας θα είναι αν ζει την κάθε του στιγμη.

Αραμπατζη Σοφια.